τοίχοις

τοίχοις
τοί̱χοις , τοῖχος
wall of a house
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνοικοδομώ — έω, Α [οἰκοδομῶ] 1. οιδοδομώ συγχρόνως 2. τειχίζω, αποκλείω με τείχος 3. παθ. συνοικοδομοῡμαι, έομαι α) οικοδομούμαι εντελώς β) οικοδομούμαι μαζί με κάτι άλλο («συνωκοδομοῡντο οἱ κίονες τοῡς τοίχοις», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”